Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί μία από τις συχνότερες καρδιαγγειακές παθήσεις, χαρακτηριζόμενη από αυξημένη πίεση του αίματος στα αρτηριακά τοιχώματα. Συχνά αποκαλείται "σιωπηλός δολοφόνος" καθώς μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική για χρόνια. Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, ζάλη, αίσθημα κόπωσης και θάμβος όρασης.
Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την παχυσαρκία, το κάπνισμα, την υπερβολική κατανάλωση αλατιού, το στρες και την οικογενειακή ιστορία. Οι επιπλοκές μπορούν να είναι σοβαρές, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου και νεφρική ανεπάρκεια.
Οι συνδυαστικές θεραπείες συχνά απαιτούνται για βέλτιστο έλεγχο της πίεσης, με προσαρμογή της δοσολογίας ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενή.
Η στεφανιαία νόσος προκαλείται από στένωση των στεφανιαίων αρτηριών λόγω αθηρωμάτωσης, περιορίζοντας την παροχή αίματος στο μυοκάρδιο. Αυτό οδηγεί σε ισχαιμία και στηθάγχη, που εκδηλώνεται ως θωρακικός πόνος ή δυσφορία.
Η σταθερή στηθάγχη εμφανίζεται με την άσκηση και ανακουφίζεται με ανάπαυση, ενώ η ασταθής στηθάγχη μπορεί να συμβεί ακόμη και σε ηρεμία. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν θωρακικό πόνο, δύσπνοια, ναυτία και εφίδρωση.
Για την οξεία αντιμετώπιση κρίσεων, η υπογλώσσια νιτρογλυκερίνη παρέχει ταχεία ανακούφιση. Η μακροπρόθεσμη θεραπεία απαιτεί συνδυασμό φαρμάκων και τροποποίηση του τρόπου ζωής.
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή κατάσταση όπου η καρδιά δεν μπορεί να αντλήσει αρκετό αίμα για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού. Τα κύρια αίτια περιλαμβάνουν την ισχαιμική καρδιοπάθεια, την υπέρταση και τις καρδιομυοπάθειες. Η νόσος εξελίσσεται σε τέσσερα στάδια, από το ασυμπτωματικό στάδιο Α έως το προχωρημένο στάδιο D.
Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσπνοια, κόπωση, οιδήματα στα άκρα και μειωμένη άντληση ασκήσεων. Η διάγνωση γίνεται με ηχωκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακα και εργαστηριακές εξετάσεις.
Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικό έλεγχο νεφρικής λειτουργίας, ηλεκτρολυτών και προσαρμογή δόσεων ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς.
Οι αρρυθμίες αποτελούν διαταραχές του καρδιακού ρυθμού που μπορεί να είναι ταχυαρρυθμίες (>100 bpm) ή βραδυαρρυθμίες (<60 bpm). Περιλαμβάνουν κολπική μαρμαρυγή, κοιλιακές αρρυθμίες και διαταραχές αγωγιμότητας.
Τα συμπτώματα κυμαίνονται από παλμοπληθυσμός και ζάλη έως συγκοπή και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν θρομβοεμβολικά επεισόδια και αιμοδυναμική αστάθεια.
Η επιλογή θεραπείας εξαρτάται από τον τύπο αρρυθμίας, τα συνοδά νοσήματα και τις αντενδείξεις κάθε φαρμάκου.
Τα θρομβοεμβολικά επεισόδια αποτελούν σοβαρές επιπλοκές των καρδιαγγειακών παθήσεων που απαιτούν εξειδικευμένη αντιμετώπιση και πρόληψη. Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την κολπική μαρμαρυγή, τις καρδιοπάθειες, τη διαβητικοποίηση και τον καπνισμό.
Οι συνδυαστικές θεραπείες μετά από οξέα σύνδρομα απαιτούν προσεκτική ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και κινδύνου αιμορραγίας. Η σωστή επιλογή φαρμάκων βασίζεται στο προφίλ κινδύνου κάθε ασθενούς.
Η υπερλιπιδαιμία συνιστά έναν από τους κυριότερους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι υψηλές τιμές χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων επιταχύνουν την αθηροσκλήρωση, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Οι στόχοι θεραπείας προσδιορίζονται βάσει του καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι συνδυαστικές θεραπείες εφαρμόζονται όταν η μονοθεραπεία δεν επαρκεί για επίτευξη των επιθυμητών τιμών. Η παρακολούθηση των ηπατικών ενζύμων και των μυϊκών συμπτωμάτων είναι απαραίτητη για την ασφαλή χρήση των φαρμάκων.